εὐαφόρμως

εὐαφόρμως
εὐαφόρμως, Adv.
A opportunely, Sch.S.OC111, Ulp.ad D.21.143, 19.188.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐαφόρμως — opportunely indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάφορμος — εὐάφορμος, ον (Μ) 1. πρόσφορος, έτοιμος («εὐάφορμος ἀπολογία», Ακροπ. Γ.) 2. αυτός που γίνεται με καλή αφορμή, που εύκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, εύλογος, δικαιολογημένος («οὐκ εὐάφορμος ἡ διχοστασία τῶν ἐκκλησιῶν γέγονε», Πράξ. Συνόδ. Εφέσ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”